- παχύαιμος
- πᾰχύ-αιμος [pron. full] [ῠ], ον,A thick-blooded, Hp.Vict.2.46.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παχύαιμος — ον, Α αυτός που έχει πηχτό αίμα («ζῷον παχύαιμον», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + αιμος (< αἷμα), πρβλ. ολιγό αιμος] … Dictionary of Greek
παχύαιμον — παχύαιμος thick blooded masc/fem acc sg παχύαιμος thick blooded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… … Dictionary of Greek